- φρενωτήριον
- φρεν-ωτήριον, τό,A means of instruction, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρενωτήριον — means of instruction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενωτήριον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «παραίνεσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενῶ + κατάλ. τήριον* (πρβλ. βασανισ τήριον)] … Dictionary of Greek
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek